- λειώδης
- λειώδηςsmoothmasc/fem acc pl (attic epic doric)λειώδηςsmoothmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)λειώδηςsmoothmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λειώδης — smooth masc acc pl (attic epic doric) Λειώδης smooth masc nom/voc pl (doric aeolic) Λειώδης smooth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειώδης — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια. Ήταν γιος του Οίνοπα από την Ιθάκη, ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης. Επειδή δεν είχε ασχημονήσει όπως οι άλλοι μνηστήρες, παρακάλεσε τον Οδυσσέα να τον λυπηθεί, εκείνος όμως τον… … Dictionary of Greek
λειώδη — λειώδης smooth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λειώδης smooth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λειώδης smooth masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειῶδες — λειώδης smooth masc/fem voc sg λειώδης smooth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λειώδη — Λειώδης smooth masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Λειώδης smooth masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λειώδην — Λειώδης smooth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek